- ἐρωμανῶς
- ἐρωμανήςmaddened by loveadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερωμανής — ές (AM ἐρωμανής, ές) ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.) αρχ. αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.). επίρρ... ἐρωμανῶς μσν. με μανία, με σφοδρή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω ς + μανής… … Dictionary of Greek